- ναυμαχησείω
- ναυμαχησείω (Α)επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ- τού ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυμαχησείοντας — ναυμαχησείω wish to fight by sea pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμαχησείοντες — ναυμαχησείω wish to fight by sea pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρησείω — οὐρησείω (Α) επιθυμώ να ουρήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οὐρησ τού οὐρῶ (πρβλ. μέλλ. οὐρήσω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. ναυμαχησείω, πολεμησείω)] … Dictionary of Greek